θεσμοθέτης — lawgiver masc nom sg θεσμοθετέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
θεσμοθέτης — ο θηλ. θεσμοθέτιδα, η αυτός που κωδικοποιεί θεσμούς (έθιμα και νόμους), νομοθέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεσμοθέται — θεσμοθέτης lawgiver masc nom/voc pl θεσμοθέτᾱͅ , θεσμοθέτης lawgiver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθετῶν — θεσμοθέτης lawgiver masc gen pl θεσμοθετέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέταις — θεσμοθέτης lawgiver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτην — θεσμοθέτης lawgiver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτου — θεσμοθέτης lawgiver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτῃ — θεσμοθέτης lawgiver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοθέτις — η βλ. θεσμοθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεσμοθέτης*] … Dictionary of Greek
θεσμοθετώ — (ΑΜ θεσμοθετῶ, έω) [θεσμοθέτης] θεσπίζω νόμους νεοελλ. καθιερώνω αρχ. είμαι θεσμοθέτης … Dictionary of Greek